- στάτορας
- ο / στάτωρ, -ορος, ΝΑνεοελλ.(ηλεκτρολ.) βλ. στάτηςαρχ.δικαστικός κλητήρας.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. < λατ. statōr «επιστάτης» (βλ. και λ. στατήρας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εναλλάκτης — Ηλεκτρική μηχανή που μετατρέπει, σύμφωνα με τις φυσικές αρχές του ηλεκτρομαγνητισμού, μηχανικό έργο σε ηλεκτρική ενέργεια και τη διανέμει με τη μορφή του εναλλασσόμενου ρεύματος. Η λειτουργία του βασίζεται στο φαινόμενο της δημιουργίας ηλεκτρικού … Dictionary of Greek
φρένο — (ή πέδη). Μηχανισμός ικανός να μειώσει την ταχύτητα ενός οργάνου που βρίσκεται σε κίνηση. Ο τύπος φ. που χρησιμοποιείται συχνότερα ενεργεί με ξηρά τριβή: η κινητική ενέργεια μετατρέπεται σε θερμότητα, που απομακρύνεται με την απλή αγωγιμότητα ή… … Dictionary of Greek
στάτης — και στάτορας, ο, Ν (ηλεκτρολ.) το ακίνητο μέρος μιας ηλεκτρικής μηχανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στα τού ίστημι (πρβλ. στάση, στατήρας) + επίθημα –της / τωρ] … Dictionary of Greek